Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυννάς — θυννάς, ἡ (Α) μικρή θύννα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννα κατά τα καρκιν άς, περκ άς] … Dictionary of Greek
θυννάδες — θυννάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννάδος — θυννάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)